Σελίδες

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Μονοπάτι

Η πόλη φοράει τα πολύχρωμα στολίδια της..
Τα κτήρια αλλάζουν σχήμα, χρώμα.  Οι σκιές λικνίζονται στα πλούσια φώτα των δρόμων, των φωτεινών επιγραφών.
Και αλλού,  φτιασιδώνεται σαν τη φτηνή πόρνη που θέλοντας να εντυπωσιάσει ντύνεται σε τόσα χρώματα που χύνονται επάνω της σαν από λάθος του ζωγράφου.
Όπως και να ‘χει, ταξιδεύει στη νύχτα  γοητεύοντας  πρώτα απ’ όλα τον εαυτό της με ένα μελαγχολικό αυτοθαυμασμό…
Είμαι ένα στενό δρομάκι, ένα μονοπάτι .
Μέσα στην πολύβουη πόλη, στην καρδιά  της.
Δεν θα το παρατηρήσεις ποτέ, αλλά  διασχίζω τους πιο μεγάλους δρόμους.
Το μόνο μου φως είναι της νύχτας. Κι ότι εκείνη προσφέρει.
Πότε με πολλά  κι αχνά λαμπιόνια  σαν σε πέπλο καρφιτσωμένα, πότε μ’ ένα μακρινό και μεγάλο φανάρι και πότε απλά με  λίγο  φως που κλέβει απ’ την πόλη, ίσα να μη φοβάσαι να με περπατήσεις.
Στολισμένο με διάσπαρτα λουλούδια ταπεινά.
Για να με βρεις, θα πρέπει να κλείσεις τα’ αυτιά σου ώσπου να με ακούσεις.
Θα πρέπει να κλείσεις τα μάτια σου ώσπου να με δεις.
Θα πρέπει να  νιώσεις  το σκοτάδι  που κρύβει μέσα σου όλη αυτή η λάμψη της πόλης.
Τη σιωπή μέσα στους εκκωφαντικούς θορύβους.
Και θα πρέπει πάνω απ’ όλα να  μη θέλεις να κάνεις περίπατο, αλλά να ταξιδέψεις με τον κίνδυνο να μη γυρίσεις ποτέ.
Αλλιώς, να μη με ψάξεις.
Γιατί αυτά που θα σου δείξω όταν διαβείς επάνω μου, δεν θα τα βρεις στο γυρισμό σου.
Αυτά που θα σου πω, δεν θα τ’ ακούσεις ίσως ποτέ ξανά.
Κι αυτά που  θα θέλεις πια, δεν θα στα δίνει και η πιο κοσμική πλατεία. Της πόλης.
Είμαι ένα στενό δρομάκι, ένα μονοπάτι.
Είμαι παντού και πουθενά.
Όσα παπούτσια και να λιώσεις, δεν θα με βρεις γιατί θα ψάχνεις σε λάθος μέρος.
Είμαι ένα στενό δρομάκι, ένα μονοπάτι.
Κάπου στο βάθος.. μέσα σου.

 

 

 

 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Εκταφή

Λιγοστοί δικοί με μια χάρτινη λύπη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους κι εγώ κάπου εκεί ανάμεσά τους κι απόμερα ταυτόχρονα με μια ψεύτικη απάθεια..
Με μικρές ανάσασες, μπας και επιβραδύνει η καρδιά μου το ρυθμό της..

«Έλα πιτσουνάκο μου.. Για δώσμου το χέρι σου να δω..» και χωρίς να το καταλάβω, ένα ρολόι είχε καλύψει τον αδύνατο καρπό μου.. Η έκπληξη έκανε τα μάτια μου δυο άστρα που λαμπύρισαν και δάκρυσαν ταυτόχρονα..
Κι όταν είδα την ικανοποίηση στο πρόσωπό του, σαστισμένος τον αγκάλιασα, αν και ήμουν πολύ ντροπαλός για να εκδηλώνομαι έτσι.

Σε κάθε χτύπο, -από γκασμά ήταν, από φτυάρι ήταν.. δεν έβλεπα καλά- ταραζόμουν και με βία κρατιόμουν να μην παραπατήσω..

«Έλα να δεις πώς μπολιάζουν.. Θέλει προσοχή.. Τα δέντρα πληγώνονται..» Ρούφαγα της λέξεις από κείνον που είδε τόσα στη ζωή του.. το θάνατο, την εγκατάλειψη, το διωγμό, τον πόλεμο, να με μαθαίνει για τη ζωή ακόμα και μέσα από τα δέντρα και τα φυτά..

Ένα ανθρώπινο ομοίωμα, κάτι σαν σκιάχτρο, στέκονταν προσοχή σαν εκείνον τον Σκυλόσοφο, τον γδαρμένο από κάποιον άπιστο.. Έρμαιο, με τον κόμπο της γραβάτας που μου παρήγγειλε να του βάλω ακόμα δεμένο στο λαιμό του και το κουστούμι τριμμένο να μου θυμίζει εκείνες τις τσαλαπατημένες εικόνες μιας νοσταλγικής εποχής..
Τα ρούχα σκιζόταν λες από μανία από τον κάφρο που είχε τον πατέρα μου στα χέρια του..

«Μα πώς να βγω έτσι πίτσο μου.. Να ξυριστώ, να χτενιστώ, να βάλω την κολώνια και μετά πρώτος εγώ θα σου πω καλημέρα και χρόνια πολλά..»
Φτωχικά και πλούσια.. Τόσο πλούσια που ακόμη με πλημμυρίζουν οι θύμησες από εκείνες οι μέρες της Λαμπρής στη Σαλαμίνα.. Γιατί Λαμπρή ήταν για μένα.. Όλα άστραφταν.. Οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη, ο ήλιος, τα χαμόγελά μας, οι καρδιές μας, η καρδιά μου που έτσι παιδική, νόμισε πως έτσι θα ήταν πάντα, πως θα ήμασταν για πάντα..

Μια στοίβα κόκκαλα απέμειναν χυμένα σε ένα καρότσι της οικοδομής κι εμείς σαν μια γελοία πομπή να συνοδεύουμε το ζώο, που κουρέλιασε το σώμα που φιλοξένησε για χρόνια μια ψυχή που με μεγάλωσε, ένα πνεύμα που μεταγγίστηκε σε μένα κι ένα βλέμμα που μου έμαθε πως έτσι πρέπει να αγαπάμε και να δινόμαστε..

Σε λίγα εκατοστά πια, ησύχασαν πιστεύω τα ταλαιπωρημένα λείψανα που τώρα θα γίνουν πιο εύκολα σκόνη..
Άλλωστε, αν υπήρχε κάτι από την άλλη πλευρά, θα το είχα μάθει. Μου το είχε υποσχεθεί πως αν υπάρχει κάτι, θα έκανε τα πάντα για να το μάθω..
Υπάρχω όμως εγώ και αυτό μου φτάνει.. Υπάρχουν τα παιδιά μου..
Υπάρχει ο ένας μέσα από τον άλλον.. και θα υπάρχει όσο αγαπάμε, όσο δινόμαστε, όσο είμαστε άνθρωποι..

 «Πάμε παιδί μου..» ακούστηκε η μητέρα μου και ένιωσα πάλι παιδί.. Ένιωσα πως είμαι εγώ που με πόνο, με δάκρυ, δεν παύω ν' αγαπώ.. Γιατί παιδί παραμένω και σ' ευχαριστώ γι' αυτό.


Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Στης ψυχής το παρακάτω..

Μεσ' στη ζωή μας φτάνει μια στιγμή
που ότι κρατούμε το χαρίζουμε
και άλλες τόσες με πόνο στη σιωπή
φεύγουμε μακριά.. μα όλο γυρίζουμε
 
Περνούν τα χρόνια και όλες οι στιγμές
μας μοιάζουν ξένες, σαν όνειρο αλλουνού.
Περνούν και μένει μέσα μας πληγή
αν δε χαρίζεται η ψυχή στο νου.
 
Μέσα απ' τη ζωή μας μένει μια στιγμή
αν άξιζε χωρίς να ξέρουμε
μα ώσπου να 'ρθει το τέλος κρατιόμαστε απ' αυτή..
Να είχαμε άλλη μια να την προσφέρουμε !
 
Περνά και φεύγει ο πόνος και η πληγή..
Μόνοι χωρίς πάθη ταξιδεύουμε
μα ότι μας κρατούσε  παίρνουμε μαζί..
Ίσως κι εκεί που πάμε ψυχή ξοδεύουμε !