Σελίδες

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Σε κάποια γωνιά..

Σε μπέρδευε η φιγούρα του. Ήταν ταυτόχρονα ένα γερασμένο παιδί κι ένας γέροντας που κινούταν από λάθος ακόμη ανάμεσα στους ζωντανούς.
Μα είχε μια σπίθα στο βλέμμα του, μια αθωότητα που σπάνια συναντάς ακόμη και στα παιδικά μάτια πια.
Άφηνε μια αίσθηση πως είχες να κάνεις με κάτι «αέρινο», κάτι φιλικά απόκοσμο. Μπέρδευε τα μέσα σου και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τι σου βγάζει.
Χαρά, λύπη, οίκτο, ευγνωμοσύνη, δέος, όλα μαζί ή τίποτα απ’ όλα αυτά..
Αγάπη ;
Στεκόταν πάντα εκεί. Κάθε που βράδιαζε, η παράξενα γοητευτική παρουσία του, συμπλήρωνε τη γωνιά του δρόμου, το πέρασμα των τόσων ανθρώπων, το σημείο που το φως απ’ τη λάμπα χανόταν στη σκοτεινιά.
Συμπλήρωνε το κενό που άφηναν στο διάβα τους οι περαστικοί και ας μην το ένιωθαν οι περισσότεροι.
Τι παράξενο..
Δεν θα το πίστευα αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου.. και πάλι, χρειάστηκε χρόνος να το δεχτώ.. Τι έκανε εκεί, κάθε βράδυ, με το κρύο, με τη βροχή, με τη ζέστη κατάχαμα με ένα σακί στο πλάι κι ένα πανέρι μπροστά του ;
Δεν ξεκουραζόταν γιατί πολλές φορές παρατήρησα από την απέναντι γωνία την αγωνία στο πρόσωπό του όταν γέμιζε προσεκτικά το πανέρι από το σακί του μη χαλάσει κάτι.. μη σπάσει κάτι..
Δεν ζητιάνευε γιατί δεν είχε κάποιο δίσκο να του πετάνε κέρματα.
Μάλιστα, αν κάποιος έκανε να του δώσει κάτι, του έπιανε το χέρι με τα δυο του χέρια, το ένα από πάνω και το άλλο από κάτω, σαν να του πιάνει την καρδιά, γεμάτος γαλήνη στο βλέμμα. Και ο περαστικός σάστιζε, έκανε πίσω κι έφευγε.. πάντα.
Φυσικά τίποτα δεν πουλούσε..
Χάριζε.. έκανε δώρα ή -αντίδωρα- στους περαστικούς, σε ανθρώπους που δεν ήξερε χωρίς να δέχεται τίποτα σαν αντάλλαγμα.. πόσο παράξενο, πόσο περίεργο..
Μα το πιο παράξενο είναι πως «άδειαζε» κάθε που έδινε ένα από τα πράγματά του.
Έδειχνε μια ανακούφιση που θύμιζε την έκφραση εκείνου που μέσα σε γαλήνη αφήνει την τελευταία του πνοή.
Αλήθεια είναι.. και η αλήθεια είναι πάντα σκληρή.
Σκίζει τα σωθικά, μετατρέπει το παγερό βλέμμα σε βλέμμα απόγνωσης.
Δείχνει την πιο τρομακτική εικόνα που είναι αυτή, του εαυτού μας..
Δίνει μια τόσο απλή εξήγηση που αισθανόμαστε τόσο μα τόσο χωρίς μυαλό, χωρίς καρδιά..
Δεν υπάρχει πια στη γωνιά εκείνη..
Δεν χαρίζει πια τα υπάρχοντά του κι όλα εκείνα τα πραγματάκια που ‘φτιαχνε πάντα σε σχήμα καρδιάς..
Μια καθημερινή ιστορία, θα μου πεις..
Τόσο καθημερινή όσο και η ανθρωπιά που έχουμε όλοι, όσο η σκέψη και μόνο να δίνουμε, να δινόμαστε χωρίς υστεροβουλία, τόσο καθημερινή όσο και η αγωνία μας να μας αφήσουν οι άλλοι να δείξουμε την αγάπη μας, να τους μάθουμε να την δέχονται χωρίς καχυποψία..
Μου είπε κάποιος πως και στη δική του γειτονιά, πρόσφατα, ήρθε ένα τέτοιο πλάσμα και απόμερα σε κάποια γωνιά, μοίραζε ψωμάκια στα παιδιά (πάντα σε σχήμα καρδιάς) και κόκκινο κρασί σε πλαστικά ποτηράκια στους μεγάλους.. κι ακόμα μου είπε πως οι μεγάλοι, οι πιο πολλοί, δεν πλησίαζαν καν να πάρουν τα δώρα τους γιατί έβλεπαν τα χέρια του τρυπημένα και το μέτωπό του χαραγμένο με σημάδια λες και κάποτε, κάποιοι του είχαν φορέσει αγκάθινο στεφάνι..