Οι Ματωμένες Πύλες, πανύψηλες, κλειστές, χαιδεύουν τον ήλιο μη μπορώντας δικό τους να τον κάνουν.. Στα κάγκελα ακόμη οι καρδιές ζεστές αυτών που στον Αγώνα των τόσων γεννεών διάλεξαν να πεθάνουν..
Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009
Μια Άνοιξη..
Με καρφωμένο το βλέμμα έξω απ’ το παράθυρό μου, γυρεύω να με τυφλώσουν οι πρώτες ηλιαχτίδες..
Να εισβάλλουν μέσα μου..
Με μιαν ανάσα βάλθηκα να ρουφήξω τις μυρωδιές που άφησε η νύχτα..
Χτυπάει η καρδιά μου.. Δακρύζουν τα μάτια μου.. Τρέμουν τα χέρια μου..
Τα ζεσταίνει η ανάσα μου.. Ζω.. Υπάρχω..
Κι ας μη βλέπουν άλλοι το φως που δυναμώνει..
Κι ας μη βλέπουν άλλοι, έξω απ’ το παράθυρό μου..
Κι ας μη βλέπουν άλλοι, το παράθυρό μου..
Κι ας ξημερώνει μόνο για μένα..
Κι ας βαδίζουμε ολοταχώς στην καρδιά ενός παράξενου Χειμώνα..
Εγώ βλέπω, αναπνέω, αγγίζω και ονειρεύομαι μιαν Άνοιξη…
Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009
Εγραφε.. κι έγραφε..
Ήταν σκυμμένος πάντα πάνω από μια στοίβα χαρτιών..
Έγραφε.... έγραφε...
Έξω, τα παιδιά, έπαιζαν μπάλλα κι αναστάτωναν τη γειτονιά..
Εκείνος, μέσα στη μικρή καμαρούλα, έριχνε καμμιά ματιά και συνέχιζε.. Έγραφε... έγραφε..
Ήρθε καιρός που τα παιδιά μεγάλωσαν κι έκοψαν το παιχνίδι.. Που μόνο οι σκιές τους φαινόταν καθώς φιλούσαν τα ταίρια τους στο μισοσκόταδο.. κι ερωτευόταν..
Εκείνος, άνοιγε τα ρουθούνια του στις γλυκιές μυρωδιές του έρωτα, μα έγραφε... έγραφε..
Μετά πάλι, στο φως, στη βουή, νέοι και νέες, τρέχαν στους δρόμους φωνάζοντας για κάποια λευτεριά.. Φωνές, κραυγές, πυροβολισμοί..
Θαρρείς πως κάτι τον τρόμαξε, μα ήταν κοντά του το παράθυρο και το'κλεισε βιαστικά.. Έγραφε.. έγραφε..
Γύρω τα πάντα άλλαζαν.. Οι άνθρωποι, οι μυρωδιές, τα χρώματα.. και ο ίδιος ακόμη που έγραφε... έγραφε...
Χιλιάδες σελίδες, γέμιζαν την καμαρούλα.. ποτάμια το μελάνι.. Σοφά πράγματα.. Θεωρίες, ανακαλύψεις, στοχασμοί.. Χιλιάδες σελίδες που σαπίζουν πια στην καμαρούλα, τώρα που έφυγε εκείνος που έγραφε... έγραφε...
Έγραφε.... έγραφε...
Έξω, τα παιδιά, έπαιζαν μπάλλα κι αναστάτωναν τη γειτονιά..
Εκείνος, μέσα στη μικρή καμαρούλα, έριχνε καμμιά ματιά και συνέχιζε.. Έγραφε... έγραφε..
Ήρθε καιρός που τα παιδιά μεγάλωσαν κι έκοψαν το παιχνίδι.. Που μόνο οι σκιές τους φαινόταν καθώς φιλούσαν τα ταίρια τους στο μισοσκόταδο.. κι ερωτευόταν..
Εκείνος, άνοιγε τα ρουθούνια του στις γλυκιές μυρωδιές του έρωτα, μα έγραφε... έγραφε..
Μετά πάλι, στο φως, στη βουή, νέοι και νέες, τρέχαν στους δρόμους φωνάζοντας για κάποια λευτεριά.. Φωνές, κραυγές, πυροβολισμοί..
Θαρρείς πως κάτι τον τρόμαξε, μα ήταν κοντά του το παράθυρο και το'κλεισε βιαστικά.. Έγραφε.. έγραφε..
Γύρω τα πάντα άλλαζαν.. Οι άνθρωποι, οι μυρωδιές, τα χρώματα.. και ο ίδιος ακόμη που έγραφε... έγραφε...
Χιλιάδες σελίδες, γέμιζαν την καμαρούλα.. ποτάμια το μελάνι.. Σοφά πράγματα.. Θεωρίες, ανακαλύψεις, στοχασμοί.. Χιλιάδες σελίδες που σαπίζουν πια στην καμαρούλα, τώρα που έφυγε εκείνος που έγραφε... έγραφε...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)