Τα κτήρια
αλλάζουν σχήμα, χρώμα. Οι σκιές
λικνίζονται στα πλούσια φώτα των δρόμων, των φωτεινών επιγραφών.
Και αλλού, φτιασιδώνεται σαν τη φτηνή πόρνη που θέλοντας να εντυπωσιάσει ντύνεται σε τόσα χρώματα που χύνονται επάνω της σαν από λάθος του ζωγράφου.
Όπως και να ‘χει, ταξιδεύει στη νύχτα γοητεύοντας πρώτα απ’ όλα τον εαυτό της με ένα μελαγχολικό αυτοθαυμασμό…
Είμαι ένα στενό δρομάκι, ένα μονοπάτι .
Μέσα στην πολύβουη πόλη, στην καρδιά της.
Δεν θα το παρατηρήσεις ποτέ, αλλά διασχίζω τους πιο μεγάλους δρόμους.
Το μόνο μου φως είναι της νύχτας. Κι ότι εκείνη προσφέρει.
Πότε με πολλά κι αχνά λαμπιόνια σαν σε πέπλο καρφιτσωμένα, πότε μ’ ένα μακρινό και μεγάλο φανάρι και πότε απλά με λίγο φως που κλέβει απ’ την πόλη, ίσα να μη φοβάσαι να με περπατήσεις.
Στολισμένο με διάσπαρτα λουλούδια ταπεινά.
Για να με βρεις, θα πρέπει να κλείσεις τα’ αυτιά σου ώσπου να με ακούσεις.
Θα πρέπει να κλείσεις τα μάτια σου ώσπου να με δεις.
Θα πρέπει να νιώσεις το σκοτάδι που κρύβει μέσα σου όλη αυτή η λάμψη της πόλης.
Τη σιωπή μέσα στους εκκωφαντικούς θορύβους.
Και θα πρέπει πάνω απ’ όλα να μη θέλεις να κάνεις περίπατο, αλλά να ταξιδέψεις με τον κίνδυνο να μη γυρίσεις ποτέ.
Αλλιώς, να μη με ψάξεις.
Γιατί αυτά που θα σου δείξω όταν διαβείς επάνω μου, δεν θα τα βρεις στο γυρισμό σου.
Αυτά που θα σου πω, δεν θα τ’ ακούσεις ίσως ποτέ ξανά.
Κι αυτά που θα θέλεις πια, δεν θα στα δίνει και η πιο κοσμική πλατεία. Της πόλης.
Είμαι ένα στενό δρομάκι, ένα μονοπάτι.
Είμαι παντού και πουθενά.
Όσα παπούτσια και να λιώσεις, δεν θα με βρεις γιατί θα ψάχνεις σε λάθος μέρος.
Είμαι ένα στενό δρομάκι, ένα μονοπάτι.
Κάπου στο βάθος.. μέσα σου.
Και αλλού, φτιασιδώνεται σαν τη φτηνή πόρνη που θέλοντας να εντυπωσιάσει ντύνεται σε τόσα χρώματα που χύνονται επάνω της σαν από λάθος του ζωγράφου.
Όπως και να ‘χει, ταξιδεύει στη νύχτα γοητεύοντας πρώτα απ’ όλα τον εαυτό της με ένα μελαγχολικό αυτοθαυμασμό…
Είμαι ένα στενό δρομάκι, ένα μονοπάτι .
Μέσα στην πολύβουη πόλη, στην καρδιά της.
Δεν θα το παρατηρήσεις ποτέ, αλλά διασχίζω τους πιο μεγάλους δρόμους.
Το μόνο μου φως είναι της νύχτας. Κι ότι εκείνη προσφέρει.
Πότε με πολλά κι αχνά λαμπιόνια σαν σε πέπλο καρφιτσωμένα, πότε μ’ ένα μακρινό και μεγάλο φανάρι και πότε απλά με λίγο φως που κλέβει απ’ την πόλη, ίσα να μη φοβάσαι να με περπατήσεις.
Στολισμένο με διάσπαρτα λουλούδια ταπεινά.
Για να με βρεις, θα πρέπει να κλείσεις τα’ αυτιά σου ώσπου να με ακούσεις.
Θα πρέπει να κλείσεις τα μάτια σου ώσπου να με δεις.
Θα πρέπει να νιώσεις το σκοτάδι που κρύβει μέσα σου όλη αυτή η λάμψη της πόλης.
Τη σιωπή μέσα στους εκκωφαντικούς θορύβους.
Και θα πρέπει πάνω απ’ όλα να μη θέλεις να κάνεις περίπατο, αλλά να ταξιδέψεις με τον κίνδυνο να μη γυρίσεις ποτέ.
Αλλιώς, να μη με ψάξεις.
Γιατί αυτά που θα σου δείξω όταν διαβείς επάνω μου, δεν θα τα βρεις στο γυρισμό σου.
Αυτά που θα σου πω, δεν θα τ’ ακούσεις ίσως ποτέ ξανά.
Κι αυτά που θα θέλεις πια, δεν θα στα δίνει και η πιο κοσμική πλατεία. Της πόλης.
Είμαι ένα στενό δρομάκι, ένα μονοπάτι.
Είμαι παντού και πουθενά.
Όσα παπούτσια και να λιώσεις, δεν θα με βρεις γιατί θα ψάχνεις σε λάθος μέρος.
Είμαι ένα στενό δρομάκι, ένα μονοπάτι.
Κάπου στο βάθος.. μέσα σου.