Σελίδες

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Εκταφή

Λιγοστοί δικοί με μια χάρτινη λύπη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους κι εγώ κάπου εκεί ανάμεσά τους κι απόμερα ταυτόχρονα με μια ψεύτικη απάθεια..
Με μικρές ανάσασες, μπας και επιβραδύνει η καρδιά μου το ρυθμό της..

«Έλα πιτσουνάκο μου.. Για δώσμου το χέρι σου να δω..» και χωρίς να το καταλάβω, ένα ρολόι είχε καλύψει τον αδύνατο καρπό μου.. Η έκπληξη έκανε τα μάτια μου δυο άστρα που λαμπύρισαν και δάκρυσαν ταυτόχρονα..
Κι όταν είδα την ικανοποίηση στο πρόσωπό του, σαστισμένος τον αγκάλιασα, αν και ήμουν πολύ ντροπαλός για να εκδηλώνομαι έτσι.

Σε κάθε χτύπο, -από γκασμά ήταν, από φτυάρι ήταν.. δεν έβλεπα καλά- ταραζόμουν και με βία κρατιόμουν να μην παραπατήσω..

«Έλα να δεις πώς μπολιάζουν.. Θέλει προσοχή.. Τα δέντρα πληγώνονται..» Ρούφαγα της λέξεις από κείνον που είδε τόσα στη ζωή του.. το θάνατο, την εγκατάλειψη, το διωγμό, τον πόλεμο, να με μαθαίνει για τη ζωή ακόμα και μέσα από τα δέντρα και τα φυτά..

Ένα ανθρώπινο ομοίωμα, κάτι σαν σκιάχτρο, στέκονταν προσοχή σαν εκείνον τον Σκυλόσοφο, τον γδαρμένο από κάποιον άπιστο.. Έρμαιο, με τον κόμπο της γραβάτας που μου παρήγγειλε να του βάλω ακόμα δεμένο στο λαιμό του και το κουστούμι τριμμένο να μου θυμίζει εκείνες τις τσαλαπατημένες εικόνες μιας νοσταλγικής εποχής..
Τα ρούχα σκιζόταν λες από μανία από τον κάφρο που είχε τον πατέρα μου στα χέρια του..

«Μα πώς να βγω έτσι πίτσο μου.. Να ξυριστώ, να χτενιστώ, να βάλω την κολώνια και μετά πρώτος εγώ θα σου πω καλημέρα και χρόνια πολλά..»
Φτωχικά και πλούσια.. Τόσο πλούσια που ακόμη με πλημμυρίζουν οι θύμησες από εκείνες οι μέρες της Λαμπρής στη Σαλαμίνα.. Γιατί Λαμπρή ήταν για μένα.. Όλα άστραφταν.. Οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη, ο ήλιος, τα χαμόγελά μας, οι καρδιές μας, η καρδιά μου που έτσι παιδική, νόμισε πως έτσι θα ήταν πάντα, πως θα ήμασταν για πάντα..

Μια στοίβα κόκκαλα απέμειναν χυμένα σε ένα καρότσι της οικοδομής κι εμείς σαν μια γελοία πομπή να συνοδεύουμε το ζώο, που κουρέλιασε το σώμα που φιλοξένησε για χρόνια μια ψυχή που με μεγάλωσε, ένα πνεύμα που μεταγγίστηκε σε μένα κι ένα βλέμμα που μου έμαθε πως έτσι πρέπει να αγαπάμε και να δινόμαστε..

Σε λίγα εκατοστά πια, ησύχασαν πιστεύω τα ταλαιπωρημένα λείψανα που τώρα θα γίνουν πιο εύκολα σκόνη..
Άλλωστε, αν υπήρχε κάτι από την άλλη πλευρά, θα το είχα μάθει. Μου το είχε υποσχεθεί πως αν υπάρχει κάτι, θα έκανε τα πάντα για να το μάθω..
Υπάρχω όμως εγώ και αυτό μου φτάνει.. Υπάρχουν τα παιδιά μου..
Υπάρχει ο ένας μέσα από τον άλλον.. και θα υπάρχει όσο αγαπάμε, όσο δινόμαστε, όσο είμαστε άνθρωποι..

 «Πάμε παιδί μου..» ακούστηκε η μητέρα μου και ένιωσα πάλι παιδί.. Ένιωσα πως είμαι εγώ που με πόνο, με δάκρυ, δεν παύω ν' αγαπώ.. Γιατί παιδί παραμένω και σ' ευχαριστώ γι' αυτό.